καταπρίει

καταπρίει
καταπρί̱ει , καταπρίω
saw up
pres ind mp 2nd sg
καταπρί̱ει , καταπρίω
saw up
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυνόδοντας — ο (Α κυνόδους, οντος) καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων αρχ. 1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.) 2. δόντι πριονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”